Консервировать στα ελληνικά
Μετάφραση: консервировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατηρώ, θεραπεύω, παστώνω, κονσέρβα, μπορώ, καπνίζω, διασώζω, κασσίτερος, αλατίζω, τράπουλα, συντηρώ, συσκευάζω, κατακλύζω, κουτί, πακέτο, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абсцесс στα ελληνικά - απόστημα, αποστήματος, αποστημάτων, αποστήματα, απόστημα του
- аналой στα ελληνικά - αναλόγιο, αναλογίου, lectern, αναλόγιο το, αναλόγιο του ομιλητή
- бизнес στα ελληνικά - δουλειές, υπόθεση, δουλειά, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, ...
- благопристойность στα ελληνικά - σεμνότητα, μετριοφροσύνη, ευπρέπεια, ταπεινοφροσύνη, κοσμιότητα, φρονιμάδα, απλότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Консервировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατηρώ, θεραπεύω, παστώνω, κονσέρβα, μπορώ, καπνίζω, διασώζω, κασσίτερος, αλατίζω, τράπουλα, συντηρώ, συσκευάζω, κατακλύζω, κουτί, πακέτο, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν
Μεταφράσεις: διατηρώ, θεραπεύω, παστώνω, κονσέρβα, μπορώ, καπνίζω, διασώζω, κασσίτερος, αλατίζω, τράπουλα, συντηρώ, συσκευάζω, κατακλύζω, κουτί, πακέτο, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν