Κασσίτερος στα ρωσικά

Μετάφραση: κασσίτερος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жестянка, жесть, бляха, банка, вылуживать, полудить, олово, затормаживать, лудить, консервировать, лудильщик, олова, оловом, оловянный
Κασσίτερος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κασσίτερος

κασσίτερος τιμη, κασσίτερος συνώνυμα, κασσίτερος θεσσαλονίκη, κασσίτερος αγγλικά, κασσίτερος αγορά, κασσίτερος λεξικό γλώσσας ρωσικά, κασσίτερος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κασμάς στα ρωσικά - продалбливать, нарвать, выбор, искать, разрыхлять, подбирать, сортировать, ...
  • κασμίρι στα ρωσικά - оклад, кашемир, кашемира, кашемировые, кашемировый, кашемировая
  • καστανός στα ρωσικά - загорать, смуглый, карий, суровый, небеленый, дроги, мулат, ...
  • κατά στα ρωσικά - к, про, ото, против, вопреки, на, об, ...
Τυχαίες λέξεις
Κασσίτερος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: жестянка, жесть, бляха, банка, вылуживать, полудить, олово, затормаживать, лудить, консервировать, лудильщик, олова, оловом, оловянный