Корчевать στα ελληνικά
Μετάφραση: корчевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κούτσουρο, τράβηγμα, τραβώ, κολόβωμα, κολοβώματος, πρέμνου, κορμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- боливиец στα ελληνικά - Βολιβίας, της Βολιβίας, Βολιβιανός, Βολιβιανό, βολιβιανή
- вернуть στα ελληνικά - αντικαθιστώ, ανακτώ, στροφή, φέρνω, στρίβω, αναρρώνω, υποχωρώ, ...
- голубушка στα ελληνικά - περιστέρι, αγάπη, αγάπη μου, Ντάρλινγκ, darling, η αγάπη
- заверить στα ελληνικά - διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση
Τυχαίες λέξεις
Корчевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κούτσουρο, τράβηγμα, τραβώ, κολόβωμα, κολοβώματος, πρέμνου, κορμό
Μεταφράσεις: κούτσουρο, τράβηγμα, τραβώ, κολόβωμα, κολοβώματος, πρέμνου, κορμό