Крениться στα ελληνικά
Μετάφραση: крениться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτέρνα, μετατόπιση, τακούνι, κυλώ, λίστα, κύλινδρος, ψωμάκι, χουζουρεύω, εξαπλώνομαι νωχελώς, Loll, η Loll, κρέμαμαι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адекватность στα ελληνικά - επάρκεια, συμφωνία, αλληλογραφία, συγκατάθεση, συμμόρφωση, επάρκειας, καταλληλότητα, ...
- ветхость στα ελληνικά - σαπίζω, παρακμάζω, παρακμή, φθορά, έσχατο γήρας, εξασθένησή, την εξασθένησή, ...
- всадница στα ελληνικά - horsewoman
- гладилка στα ελληνικά - ροκάνι, πλάνη, στάθμη, επίπεδο, σιδερώστρα, επιφάνεια σιδερώματος, σιδερώματος
Τυχαίες λέξεις
Крениться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτέρνα, μετατόπιση, τακούνι, κυλώ, λίστα, κύλινδρος, ψωμάκι, χουζουρεύω, εξαπλώνομαι νωχελώς, Loll, η Loll, κρέμαμαι
Μεταφράσεις: φτέρνα, μετατόπιση, τακούνι, κυλώ, λίστα, κύλινδρος, ψωμάκι, χουζουρεύω, εξαπλώνομαι νωχελώς, Loll, η Loll, κρέμαμαι