Криво στα ελληνικά
Μετάφραση: криво, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λοξά, λοξός, στραβά, στραβό, δυσανάλογη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антагонистичность στα ελληνικά - αντίθεση, συγκρίνω, αντίφαση, αντιπαραθέτω, διχόνοια, ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ...
- всепрощающий στα ελληνικά - επιεικής, συγχωρεί, να συγχωρεί, συγχωρώντας, συγχώρεση
- добиваться στα ελληνικά - ψάχνω, κατορθώνω, κοπιαστικός, χτυπώ, πασχίζω, πολύμοχθος, αναζητώ, ...
- дока στα ελληνικά - αράζω, κύρος, εξουσία, εμπειρογνώμονας, ειδικός, αποβάθρα, λάπαθο, ...
Τυχαίες λέξεις
Криво στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λοξά, λοξός, στραβά, στραβό, δυσανάλογη
Μεταφράσεις: λοξά, λοξός, στραβά, στραβό, δυσανάλογη