Кровь στα ελληνικά
Μετάφραση: кровь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκληραίνω, οργή, μετριάζω, διάθεση, αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα, το αίμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антропологический στα ελληνικά - ανθρωπολογική, ανθρωπολογικές, ανθρωπολογικής, ανθρωπολογικό, ανθρωπολογικά
- бармен στα ελληνικά - μπάρμαν, BarTender, του BarTender, το BarTender
- гамета στα ελληνικά - γαμέτη, γαμετών, των γαμετών, γαμέτης, gamete
- допрашивать στα ελληνικά - ζήτημα, εξετάζω, ερώτημα, ερώτηση, ανακρίνω, λόγω, εν λόγω
Τυχαίες λέξεις
Кровь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκληραίνω, οργή, μετριάζω, διάθεση, αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα, το αίμα
Μεταφράσεις: σκληραίνω, οργή, μετριάζω, διάθεση, αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα, το αίμα