Крыть στα ελληνικά
Μετάφραση: крыть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλύπτω, αντεπεξέρχομαι, σκεπή, ταράτσα, οροφή, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буфер στα ελληνικά - ασπίδα, προφυλακτήρας, ρυθμιστικό, ρυθμιστικού, ρυθμιστικό διάλυμα, ρυθμιστικού διαλύματος, buffer
- воспламеняемость στα ελληνικά - ευφλεκτότητας, αναφλεξιμότητας, ευφλεκτότητα, αναφλεξιμότητα, την ευφλεκτότητα
- гектограф στα ελληνικά - πολύγραφος
- дожариваться στα ελληνικά - καβουρντίζω, τηγανίζω, μαρίδα, dozharivatsya
Τυχαίες λέξεις
Крыть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλύπτω, αντεπεξέρχομαι, σκεπή, ταράτσα, οροφή, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Μεταφράσεις: καλύπτω, αντεπεξέρχομαι, σκεπή, ταράτσα, οροφή, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης