Курень στα ελληνικά

Μετάφραση: курень, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόστεγο, καλύβα, kuren
Курень στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баловать στα ελληνικά - παραχαϊδεύω, χαλώ, κακομαθαίνω, γιαγιά, εντρυφώ, βαβά, θωπεύω, ...
  • безотказно στα ελληνικά - λεία, ομαλά, χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την
  • войлок στα ελληνικά - τσόχα, αισθανόμουν, ένιωθα, ένιωσα, αισθάνθηκε, αισθητή, αισθητές
  • дробовик στα ελληνικά - κυνηγετικό όπλο, καραμπίνα, όπλο, όπλου
Τυχαίες λέξεις
Курень στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόστεγο, καλύβα, kuren