Лимит στα ελληνικά

Μετάφραση: лимит, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Лимит στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бескровный στα ελληνικά - ξανθός, χλωμός, αναιμικίς, αναίμακτος, αναίμακτη, αναίμακτο, αναίμακτες
  • взвесь στα ελληνικά - ανακοπή, αναστολή, εναιώρημα, ανάρτηση, αναστολής, αιώρημα
  • двуногий στα ελληνικά - δίποδα, δίποδο, bipedal, δίποδη, δίποδων
  • забортный στα ελληνικά - εξωλέμβιος, εξωλέμβια, εξωλέμβιων, εξωλέμβιες, εξωλέμβιους
Τυχαίες λέξεις
Лимит στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας