Лицемерить στα ελληνικά
Μετάφραση: лицемерить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποκρισία, υποκρίνομαι, να υποκρίνομαι, αποσυγκροτούν, αποσυναρμολογεί, αποσυναρμολογούνται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амазонка στα ελληνικά - αμαζόνα, Amazon, Αμαζονίου, του Αμαζονίου, το Amazon
- барселона στα ελληνικά - Βαρκελώνη, barcelona, Βαρκελώνης, της Βαρκελώνης, ομάδα barcelona
- безгрешность στα ελληνικά - αθωότητα, αναμάρτητο, αναμαρτησία, αναμάρτητος, αναμαρτησίας, αθωότητά
- вытравлять στα ελληνικά - διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσει, διαβρώσουν, να διαβρώσει, διαβρώνεται
Τυχαίες λέξεις
Лицемерить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποκρισία, υποκρίνομαι, να υποκρίνομαι, αποσυγκροτούν, αποσυναρμολογεί, αποσυναρμολογούνται
Μεταφράσεις: υποκρισία, υποκρίνομαι, να υποκρίνομαι, αποσυγκροτούν, αποσυναρμολογεί, αποσυναρμολογούνται