Лишения στα ελληνικά

Μετάφραση: лишения, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέρηση, ταλαιπωρία, κακουχία, οξύτητα, δριμύτητα, δυσφορία, κακουχίες, δυσκολίες, τις κακουχίες, τις δυσκολίες, ταλαιπωρίες
Лишения στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вогнуто-выпуклый στα ελληνικά - κοίλο-
  • возрождающийся στα ελληνικά - αναδυόμενος, αναζωπύρωση, ανακάμπτουσα, αναζωπύρωση της, αναζωπύρωση του
  • двурушничество στα ελληνικά - διπλοπροσωπία, διπλό παιχνίδι
  • диковина στα ελληνικά - περιέργεια, την περιέργεια, περιέργειά, περιέργειας, την περιέργειά
Τυχαίες λέξεις
Лишения στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέρηση, ταλαιπωρία, κακουχία, οξύτητα, δριμύτητα, δυσφορία, κακουχίες, δυσκολίες, τις κακουχίες, τις δυσκολίες, ταλαιπωρίες