Малоимущий στα ελληνικά

Μετάφραση: малоимущий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτωχός, πενιχρός, καημένος, άπορος, ενδεής, άπορους, απόρους, ενδεείς
Малоимущий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • всхожесть στα ελληνικά - βλάστηση, βλαστική ικανότητα, βλαστική, τη βλάστηση, τη βλαστική ικανότητα
  • глас στα ελληνικά - φωνή, εκφράζω, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή
  • диалогический στα ελληνικά - διαλογικός, διαλογική, διαλογικό, διαλογικής, διαλογικές
  • жевание στα ελληνικά - μάσημα, μάσηση, μάσησης, μασητικού, μασήσεως
Τυχαίες λέξεις
Малоимущий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτωχός, πενιχρός, καημένος, άπορος, ενδεής, άπορους, απόρους, ενδεείς