Машинистка στα ελληνικά
Μετάφραση: машинистка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τυπογράφος, δακτυλογράφος, δακτυλογράφου, δακτυλογράφο, θέση δακτυλογράφου, δακτυλογραφία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспристрастие στα ελληνικά - αμεροληψία, αμεροληψίας, την αμεροληψία, της αμεροληψίας, η αμεροληψία
- венечный στα ελληνικά - στεφάνης του στέμματος, στεφανιαία, στεφανιαίες, στεφανιαίο, μυλικό
- веснянка στα ελληνικά - Caddis
- держатель στα ελληνικά - ιδιοκτήτης, κτήτορας, θήκη, κάτοχος, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, ...
Τυχαίες λέξεις
Машинистка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τυπογράφος, δακτυλογράφος, δακτυλογράφου, δακτυλογράφο, θέση δακτυλογράφου, δακτυλογραφία
Μεταφράσεις: τυπογράφος, δακτυλογράφος, δακτυλογράφου, δακτυλογράφο, θέση δακτυλογράφου, δακτυλογραφία