Маячить στα ελληνικά

Μετάφραση: маячить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διθυραμβικός, ξεπροβάλλω, αργαλειός, ενθουσιώδης, αργαλειό, αργαλειού, δεσπόζουν, ξεπροβάλλουν
Маячить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • барометр στα ελληνικά - βαρόμετρο, το βαρόμετρο, βαρομέτρου, βαρόμετρου, βαρόμετρο για
  • воспаляться στα ελληνικά - αρμόζω, παίρνω, γίνομαι, αποκτώ, ερεθίζω, φλογίζω, φλέγω, ...
  • восстановление στα ελληνικά - αναζωογόνηση, αποκατάσταση, ανάσταση, επαναφορά, ανακαίνιση, αναβίωση, ανάρρωση, ...
  • грешный στα ελληνικά - αμαρτωλός, αμαρτωλή, αμαρτωλό, αμαρτωλοί, αμαρτωλά
Τυχαίες λέξεις
Маячить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διθυραμβικός, ξεπροβάλλω, αργαλειός, ενθουσιώδης, αργαλειό, αργαλειού, δεσπόζουν, ξεπροβάλλουν