Медок στα ελληνικά
Μετάφραση: медок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νέκταρ, μέλι, το νέκταρ, νέκταρος, του νέκταρος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездымный στα ελληνικά - άκαπνος, άκαπνη, άκαπνων, μη καπνιζόμενα, δεν προορίζονται για καύση
- вымокать στα ελληνικά - βρίσκομαι, είμαι, μουσκεύω, διανύω, εμποτίζω, vymokat
- газетчик στα ελληνικά - δημοσιογράφος, εφημεριδοπώλης, μικρός εφημεριδοπώλης
- еловый στα ελληνικά - φιλάρεσκος, ελατοσκέπαστη, ελατοσκέπαστο, ελατόφυτη, την ελατοσκέπαστη, ελατόφυτες
Τυχαίες λέξεις
Медок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νέκταρ, μέλι, το νέκταρ, νέκταρος, του νέκταρος
Μεταφράσεις: νέκταρ, μέλι, το νέκταρ, νέκταρος, του νέκταρος