Мерцать στα ελληνικά
Μετάφραση: мерцать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρεμοφέγγω, μαρμαρυγή, σπιθίζω, λαμπυρίζω, τρεμοπαίζω, τρέμω, λάμψη, είδος σκολοπάκος, τρεμόπαιγμα, τρεμοπαίγματος, τρεμούλιασμα, τρεμοπαίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безвыездно στα ελληνικά - συνεχώς, χωρίς να κλείνετε, χωρίς να εγκαταλείψει
- весточка στα ελληνικά - νέα, ειδήσεις, News, είδηση, Επικαιρότητα
- вспоминать στα ελληνικά - σκέπτομαι, αναπολώ, θυμάμαι, αναφορά, νομίζω, αναφέρω, σκέφτομαι, ...
- детонировать στα ελληνικά - εκπυρσοκροτώ, εκραγεί, πυροδοτήσει, εκρήγνυται, εκρήγνυνται
Τυχαίες λέξεις
Мерцать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρεμοφέγγω, μαρμαρυγή, σπιθίζω, λαμπυρίζω, τρεμοπαίζω, τρέμω, λάμψη, είδος σκολοπάκος, τρεμόπαιγμα, τρεμοπαίγματος, τρεμούλιασμα, τρεμοπαίζουν
Μεταφράσεις: τρεμοφέγγω, μαρμαρυγή, σπιθίζω, λαμπυρίζω, τρεμοπαίζω, τρέμω, λάμψη, είδος σκολοπάκος, τρεμόπαιγμα, τρεμοπαίγματος, τρεμούλιασμα, τρεμοπαίζουν