Монолитный στα ελληνικά
Μετάφραση: монолитный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στερεός, τεράστιος, ογκώδης, συμπαγής, μονολιθικός, μονολιθικού, μονολιθικό, μονολιθικά, μονολιθική
Μεταφράσεις
- блюз στα ελληνικά - μπλουζ, blues, μπλε, τα μπλε, μελαγχολία
- вскрываться στα ελληνικά - αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, διάλλειμα, άνοιξε, άνοιξαν, ανοίγει, ...
- гербарий στα ελληνικά - συλλογή ξηρών βοτάνων, ερμπαρίου, φυτολογίων, βοτανολόγιο, φυτολογίου
- жертвовательница στα ελληνικά - ευεργέτιδα, ευεργέτιδας
Τυχαίες λέξεις
Монолитный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στερεός, τεράστιος, ογκώδης, συμπαγής, μονολιθικός, μονολιθικού, μονολιθικό, μονολιθικά, μονολιθική
Μεταφράσεις: στερεός, τεράστιος, ογκώδης, συμπαγής, μονολιθικός, μονολιθικού, μονολιθικό, μονολιθικά, μονολιθική