Мурлыкать στα ελληνικά
Μετάφραση: мурлыкать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γουργουρίζω, βουίζω, γουργούρισμα, γάτος, purr, γουργουρίζουν
![Мурлыкать στα ελληνικά Мурлыкать στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-17964.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- башлык στα ελληνικά - κουκούλα, κουκούλας, καπό, κάλυμμα, απορροφητήρα
- вянуть στα ελληνικά - κατακεραυνώνω, ατονώ, ξεθωριάζω, μαραίνω, μαραίνονται, μαραθούν, μαραθεί, ...
- голубой στα ελληνικά - γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μπλε, γαλάζιο, γαλάζια, το μπλε, ...
- жилищ στα ελληνικά - σπίτι, σπίτια, κατοικίες, τα σπίτια, κατοικιών, σπιτιών
Τυχαίες λέξεις
Мурлыкать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γουργουρίζω, βουίζω, γουργούρισμα, γάτος, purr, γουργουρίζουν
Μεταφράσεις: γουργουρίζω, βουίζω, γουργούρισμα, γάτος, purr, γουργουρίζουν