Мурлыкать στα ελληνικά

Μετάφραση: мурлыкать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γουργουρίζω, βουίζω, γουργούρισμα, γάτος, purr, γουργουρίζουν
Мурлыкать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • башлык στα ελληνικά - κουκούλα, κουκούλας, καπό, κάλυμμα, απορροφητήρα
  • вянуть στα ελληνικά - κατακεραυνώνω, ατονώ, ξεθωριάζω, μαραίνω, μαραίνονται, μαραθούν, μαραθεί, ...
  • голубой στα ελληνικά - γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μπλε, γαλάζιο, γαλάζια, το μπλε, ...
  • жилищ στα ελληνικά - σπίτι, σπίτια, κατοικίες, τα σπίτια, κατοικιών, σπιτιών
Τυχαίες λέξεις
Мурлыкать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γουργουρίζω, βουίζω, γουργούρισμα, γάτος, purr, γουργουρίζουν