Наворачивать στα ελληνικά
Μετάφραση: наворачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοίβα, στοιβάδα, σωρός, στοιβάζω, Welling, Γουέλινγκ, αναβλύζει, του Welling
Μεταφράσεις
- бронза στα ελληνικά - μπρούτζος, μπρούντζος, χάλκινο, χάλκινα, μπρούντζο, μπρούτζινο
- валежник στα ελληνικά - άχρηστα ξύλα, ξηρά ξύλα, άχρηστων φύλλων, deadwood, του νεκρού ξύλου
- выложиться στα ελληνικά - παραδίνω, δίνω, εξαπλωθεί, εξάπλωση, διάδοση, απλώνεται, εξαπλώθηκε
- выталкивать στα ελληνικά - αποβάλλω, απελαύνω, εξωθώ, εκβάλλω, extrude, εξώθησης, εξωθείται
Τυχαίες λέξεις
Наворачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοίβα, στοιβάδα, σωρός, στοιβάζω, Welling, Γουέλινγκ, αναβλύζει, του Welling
Μεταφράσεις: στοίβα, στοιβάδα, σωρός, στοιβάζω, Welling, Γουέλινγκ, αναβλύζει, του Welling