Наймит στα ελληνικά

Μετάφραση: наймит, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μισθοφορικός, πόρνη, ιερόδουλη, μισθοφόρος, μισθωτός, hireling, μισθωτού, μισθοφόρος κάποιου
Наймит στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бастр στα ελληνικά - καστανή ζάχαρη, μαύρη ζάχαρη, καφετιά ζάχαρη, καφέ ζάχαρη, καφετιάς ζάχαρης
  • беспокойный στα ελληνικά - πυρετώδης, θυελλώδης, απασχολημένος, άβολος, νευρικός, δύστροπος, αγχώδης, ...
  • выступление στα ελληνικά - επενέργεια, αγωγή, δήλωση, ακτινοβολία, υπολογισμός, χείλος, διάβημα, ...
  • высший στα ελληνικά - ανώτατος, άνω, κορυφή, ανώτερος, ψηλός, πάνω, επάνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Наймит στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μισθοφορικός, πόρνη, ιερόδουλη, μισθοφόρος, μισθωτός, hireling, μισθωτού, μισθοφόρος κάποιου