Накапливание στα ελληνικά

Μετάφραση: накапливание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαύξηση, σωρός, στοιβάδα, συσσώρευση, αποθήκευση, στοιβάζω, στοίβα, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Накапливание στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абонировать στα ελληνικά - προσφέρω, εγγραφείτε, να εγγραφείτε, συνδρομητής, εγγραφούν, γραφτείτε
  • буксовать στα ελληνικά - γλίστρημα, παραδρομή, γλιστρώ, ντεραπάρω, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ...
  • ванна στα ελληνικά - μπάνιο, μπανιέρα, σαπιοκάραβο, λουτρό, μπανιέρα με
  • вычерпать στα ελληνικά - εξάτμιση, πέφτω με αλεξίπτωτο, δεματοποίησης, αποβάλλουν την, αποβάλλουν
Τυχαίες λέξεις
Накапливание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαύξηση, σωρός, στοιβάδα, συσσώρευση, αποθήκευση, στοιβάζω, στοίβα, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση