Напечатать στα ελληνικά
Μετάφραση: напечатать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημοσιεύω, δακτυλογραφώ, τυπώνω, είδος, εμπριμέ, Εκτύπωση, εκτύπωσης, print, τυπωμένη ύλη, η τυπωμένη ύλη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вульгарность στα ελληνικά - προστυχιά, χυδαιότητα, χυδαιότητας, τη χυδαιότητα, η χυδαιότητα, χυδαιότητά
- двудольный στα ελληνικά - δίλοβο
- дональд στα ελληνικά - Ντόναλντ, Donald, ο Donald, τον Donald, του Donald
- жульничать στα ελληνικά - φενακίζω, ξεγελώ, κλέβω, κόλπο, πλαστός, ζαβολιάρης, τρικ, ...
Τυχαίες λέξεις
Напечатать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημοσιεύω, δακτυλογραφώ, τυπώνω, είδος, εμπριμέ, Εκτύπωση, εκτύπωσης, print, τυπωμένη ύλη, η τυπωμένη ύλη
Μεταφράσεις: δημοσιεύω, δακτυλογραφώ, τυπώνω, είδος, εμπριμέ, Εκτύπωση, εκτύπωσης, print, τυπωμένη ύλη, η τυπωμένη ύλη