Наползти στα ελληνικά
Μετάφραση: наползти, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύρομαι, σύρσιμο, μπουσουλάω, napolzti
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воспитывающий στα ελληνικά - πειθαρχικός, εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτική, μορφωτικό, εκπαιδευτικά
- дебентура στα ελληνικά - ομόλογο, χρεωστικό ομόλογο, Ομολογιακά, ομολογιακών, ομολογιακών δανείων
- деятельность στα ελληνικά - εργασία, κίνημα, δράση, ασχολία, κίνηση, επενέργεια, καριέρα, ...
- дико στα ελληνικά - άγρια, εξωφρενικά
Τυχαίες λέξεις
Наползти στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύρομαι, σύρσιμο, μπουσουλάω, napolzti
Μεταφράσεις: σύρομαι, σύρσιμο, μπουσουλάω, napolzti