Нарастание στα ελληνικά

Μετάφραση: нарастание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, αποκορύφωμα, συρροή, εντατικοποίηση, αύξηση, συσσώρευση, αυξάνω, ανάπτυξη, επαύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Нарастание στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • австриец στα ελληνικά - αυστριακός, αυστριακή, αυστριακές, αυστριακό, αυστριακής
  • банка στα ελληνικά - κοπάδι, εμποδίζω, κονσέρβα, βαζάκι, κουτί, κασσίτερος, ανάχωμα, ...
  • вкладыш στα ελληνικά - θάμνος, μαξιλάρι, επένδυση, τακτικών γραμμών, επένδυσης, επενδύσεως, χιτώνιο
  • должный στα ελληνικά - πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Нарастание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, αποκορύφωμα, συρροή, εντατικοποίηση, αύξηση, συσσώρευση, αυξάνω, ανάπτυξη, επαύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει