Нарисовать στα ελληνικά
Μετάφραση: нарисовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλκω, βάφω, επισύρω, διατυπώνω, σκιαγράφηση, τραβώ, ζωγραφίζω, εικόνα, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессменный στα ελληνικά - μόνιμος, διαρκής, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο
- биофизик στα ελληνικά - βιοφυσικός, βιοφυσικό, βιοφυσικούς, η βιοφυσικός, ο βιοφυσικός
- бубнить στα ελληνικά - ψέλνω, μουρμουρίζω, άσμα, ψαλμωδία, άσματος, ασμάτων, σύνθημα
- весенний στα ελληνικά - άνοιξη, ελατήριο, ελατηρίου, την άνοιξη, άνοιξης
Τυχαίες λέξεις
Нарисовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλκω, βάφω, επισύρω, διατυπώνω, σκιαγράφηση, τραβώ, ζωγραφίζω, εικόνα, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει
Μεταφράσεις: έλκω, βάφω, επισύρω, διατυπώνω, σκιαγράφηση, τραβώ, ζωγραφίζω, εικόνα, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει