Нарост στα ελληνικά
Μετάφραση: нарост, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, ανάπτυξη, κονδύλωμα, απόφυση, έκφυση, νευριτών, νευρίτη, έκφυσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воспитывающий στα ελληνικά - πειθαρχικός, εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτική, μορφωτικό, εκπαιδευτικά
- горластый στα ελληνικά - θορυβώδης, κραυγαλέος, ηχηρή, κραυγαλέα, θορυβώδη, θορυβώδους
- домушник στα ελληνικά - διαρρήκτης, Αντιδιαρρηκτικά, διαρρήκτη, διαρρηκτών, αντιδιαρρηκτικού
- ежиться στα ελληνικά - συστέλλω, ανατριχίλα, συρρικνώνομαι, μπαίνω, τουρτουρίζω, ριγώ, συρρικνωθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Нарост στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, ανάπτυξη, κονδύλωμα, απόφυση, έκφυση, νευριτών, νευρίτη, έκφυσης
Μεταφράσεις: όγκος, ανάπτυξη, κονδύλωμα, απόφυση, έκφυση, νευριτών, νευρίτη, έκφυσης