Насиловать στα ελληνικά
Μετάφραση: насиловать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσβολή, κράμβη, στραμπουλίζω, οργή, διηθώ, παραβαίνω, ζόρι, παραβιάζω, προπηλακίζω, δύναμη, βιασμός, βία, τεντώνω, αθετώ, εξαναγκάζω, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безукоризненность στα ελληνικά - αθωότητα, irreproachability
- газометр στα ελληνικά - γκαζόμετρο, αερόμετρο, αεριοφυλάκιο, Gasometer, αυτόματη ανέμη
- грузин στα ελληνικά - Γεωργιανά, γεωργιανό, γεωργιανή, γεωργιανές, γεωργιανού
- дружище στα ελληνικά - αγόρι, κορυφή, συνάδελφος, τύπος, άντρας, φασόλι, κολλητός, ...
Τυχαίες λέξεις
Насиловать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσβολή, κράμβη, στραμπουλίζω, οργή, διηθώ, παραβαίνω, ζόρι, παραβιάζω, προπηλακίζω, δύναμη, βιασμός, βία, τεντώνω, αθετώ, εξαναγκάζω, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
Μεταφράσεις: προσβολή, κράμβη, στραμπουλίζω, οργή, διηθώ, παραβαίνω, ζόρι, παραβιάζω, προπηλακίζω, δύναμη, βιασμός, βία, τεντώνω, αθετώ, εξαναγκάζω, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών