Наследовать στα ελληνικά
Μετάφραση: наследовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράγομαι, αντλώ, πετυχαίνω, πλαστός, κάλπικος, αντηχώ, επιτυγχάνω, αντήχηση, προέρχομαι, κληρονομώ, κίβδηλος, μιμούμαι, αντιλαλώ, κληρονομούν, κληρονομήσουν, κληρονομήσει, να κληρονομήσει, κληρονομεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- временный στα ελληνικά - ξέγνοιαστος, προσωρινός, ανεπίσημος, πρόσκαιρος, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, ...
- деловито στα ελληνικά - πολυασχολώς, δραστήρια, ζήλο, δραστήρια την, δραστήρια τις
- дефекация στα ελληνικά - αφόδευση, αφόδευσης, την αφόδευση, της αφόδευσης, κένωση
- забегаловка στα ελληνικά - εστιατόριο, φαγάδικο, eatery, πιτσαρία, εστιατόριο της
Τυχαίες λέξεις
Наследовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράγομαι, αντλώ, πετυχαίνω, πλαστός, κάλπικος, αντηχώ, επιτυγχάνω, αντήχηση, προέρχομαι, κληρονομώ, κίβδηλος, μιμούμαι, αντιλαλώ, κληρονομούν, κληρονομήσουν, κληρονομήσει, να κληρονομήσει, κληρονομεί
Μεταφράσεις: παράγομαι, αντλώ, πετυχαίνω, πλαστός, κάλπικος, αντηχώ, επιτυγχάνω, αντήχηση, προέρχομαι, κληρονομώ, κίβδηλος, μιμούμαι, αντιλαλώ, κληρονομούν, κληρονομήσουν, κληρονομήσει, να κληρονομήσει, κληρονομεί