Насосать στα ελληνικά
Μετάφραση: насосать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντλία, τρόμπα, φουσκώνω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аннуляция στα ελληνικά - αποφυγή, ακύρωση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης
- батик στα ελληνικά - μάθοδος τυπώματος υφασμάτων, μπατίκ, batik, του μπατίκ, το μπατίκ
- блюсти στα ελληνικά - παρατηρώ, κρατώ, σεβασμός, τηρώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, σέβομαι, ...
- глянцевать στα ελληνικά - γυαλίζω, ερμηνεία, εξήγηση, λούστρο, βερνίκι, στιλβώνω, λουστράρω, ...
Τυχαίες λέξεις
Насосать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντλία, τρόμπα, φουσκώνω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
Μεταφράσεις: αντλία, τρόμπα, φουσκώνω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το