Необузданный στα ελληνικά

Μετάφραση: необузданный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παθιασμένος, εμπαθής, ακάθεκτος, ανεξέλεγκτος, ανεξέλεγκτη, ανεξέλεγκτα, ανεξέλεγκτο, ανεξέλεγκτες
Необузданный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амёба στα ελληνικά - αμοιβάδα, αμοιβάδες, amoeba, αμοιβάδας, η αμοιβάδα
  • благонадёжность στα ελληνικά - αξιοπιστία, σταθερότητα, αξιοπιστίας, την αξιοπιστία, η αξιοπιστία, της αξιοπιστίας
  • вылепить στα ελληνικά - γλυπτό, άγαλμα, γλυπτική, καλούπι, μούχλα, καλουπιού, μήτρας, ...
  • забастовка στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, αποχώρηση, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Τυχαίες λέξεις
Необузданный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παθιασμένος, εμπαθής, ακάθεκτος, ανεξέλεγκτος, ανεξέλεγκτη, ανεξέλεγκτα, ανεξέλεγκτο, ανεξέλεγκτες