Неодушевленный στα ελληνικά
Μετάφραση: неодушевленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεθαμένος, άψυχος, νεκρός, άψυχα, άψυχο, άψυχων, άψυχη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдовство στα ελληνικά - χηρεία, χηρείας, τη χηρεία, χηρείας που, η χηρεία
- грамотно στα ελληνικά - σωστά, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή
- доить στα ελληνικά - γάλα, αρμέγω, γάλακτος, γαλακτοκομικών, το γάλα, του γάλακτος
- жалующийся στα ελληνικά - γκρινιάρης, μεμψίμοιρος, διαμαρτυρίες, διαμαρτύρεται, ζήτησε από, ζήτησε, διαμαρτυρίες του
Τυχαίες λέξεις
Неодушевленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεθαμένος, άψυχος, νεκρός, άψυχα, άψυχο, άψυχων, άψυχη
Μεταφράσεις: πεθαμένος, άψυχος, νεκρός, άψυχα, άψυχο, άψυχων, άψυχη