Нередко στα ελληνικά
Μετάφραση: нередко, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρκετά, εντελώς, συχνά, όχι σπάνια, οποία όχι σπάνια, γεγονός που συνεπαγόταν συχνά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ариец στα ελληνικά - Άρια, Aryan, Άριας, Άριος, Άρεια
- брезгливость στα ελληνικά - αποστροφή, λεπτολογία, σχολαστικότητα, σχολαστικότητα του, σχολαστικότητά, fastidiousness
- водородный στα ελληνικά - υδρογόνο, υδρογόνου, του υδρογόνου, το υδρογόνο, όξινο
- выводить στα ελληνικά - δακτυλογραφώ, ίχνος, αντλώ, είδος, αναπαράγω, ράτσα, προκαλώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Нередко στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρκετά, εντελώς, συχνά, όχι σπάνια, οποία όχι σπάνια, γεγονός που συνεπαγόταν συχνά
Μεταφράσεις: αρκετά, εντελώς, συχνά, όχι σπάνια, οποία όχι σπάνια, γεγονός που συνεπαγόταν συχνά