Несвободный στα ελληνικά
Μετάφραση: несвободный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούσιος, περιορίζεται, περιορίζονται, περιορισμούς, περιορισμένη, περιορισμένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алкоголь στα ελληνικά - πίνω, πνεύμα, ποτό, αλκοόλ, οινόπνευμα, αλκοόλη, αλκοόλης, ...
- вельзевул στα ελληνικά - Βελζεβούλ, Βεελζεβούλ, ο Βεελζεβούλ, τον Βεελζεβούλ, του Βεελζεβούλ
- градирня στα ελληνικά - ψυγείο, ψύκτη, ψυγείου, ψύκτης, πιο δροσερές
- дракон στα ελληνικά - δράκος, δράκων, δράκοντας, δράκο, δράκου
Τυχαίες λέξεις
Несвободный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούσιος, περιορίζεται, περιορίζονται, περιορισμούς, περιορισμένη, περιορισμένες
Μεταφράσεις: ακούσιος, περιορίζεται, περιορίζονται, περιορισμούς, περιορισμένη, περιορισμένες