Несчастливый στα ελληνικά
Μετάφραση: несчастливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυστυχισμένος, δυστυχής, ατυχής, ατυχές, ατυχή, λυπηρό, ατυχές το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бирманский στα ελληνικά - Βιρμανίας, της Βιρμανίας, βιρμανικές, βιρμανικό, βιρμανική
- воитель στα ελληνικά - στρατιώτης, πολεμιστής, πολεμιστή, πολεμιστών
- дискредитировать στα ελληνικά - αμφισβητώ, εξευτελίζω, δυσφημίσει, δυσφημήσει, δυσφημήσουν, δυσφημίσουν, δυσφήμιση
- забираться στα ελληνικά - αποκτώ, σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, παίρνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, ...
Τυχαίες λέξεις
Несчастливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυστυχισμένος, δυστυχής, ατυχής, ατυχές, ατυχή, λυπηρό, ατυχές το
Μεταφράσεις: δυστυχισμένος, δυστυχής, ατυχής, ατυχές, ατυχή, λυπηρό, ατυχές το