Нянчить στα ελληνικά

Μετάφραση: нянчить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Нянчить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апелляция στα ελληνικά - έφεση, τραβώ, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή
  • апельсиновый στα ελληνικά - πορτοκάλι, πορτοκαλί, πορτοκαλιού, πορτοκαλιές, πορτοκαλί χρώμα
  • ближний στα ελληνικά - γείτονας, γείτονα, γείτονά, πλησίον, γειτονική
  • ворковать στα ελληνικά - μουρμουρίζω, τρυφερολόγημα, ερωτολογώ, COO, ΟΟΟ
Τυχαίες λέξεις
Нянчить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα