Обвить στα ελληνικά
Μετάφραση: обвить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρδίζω, άνεμος, αιολική, περιτυλίσσομαι, περιτυλίσσω, γραφειοκρατικοποίηση, τυλιχθούν, της συνυφαίνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспризорный στα ελληνικά - ετοιμόρροπος, εγκαταλειμμένος, άστεγος, άστεγοι, άστεγους, αστέγων, αστέγους
- валлийский στα ελληνικά - δεν πληρώνω τα οφειλόμενα, Ουαλίας, Welsh, ουαλική, Ουαλικά
- воздушно-десантный στα ελληνικά - αερομεταφερόμενος, αερομεταφερόμενα, εναέρια, αερομεταφερόμενη, αερομεταφερόμενων, αερόφερτου
- гармонирующий στα ελληνικά - αρμονικός, συνάδων, αρμονική, αρμονικό, ιδιαίτερα εναρμονισμένο
Τυχαίες λέξεις
Обвить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρδίζω, άνεμος, αιολική, περιτυλίσσομαι, περιτυλίσσω, γραφειοκρατικοποίηση, τυλιχθούν, της συνυφαίνονται
Μεταφράσεις: κουρδίζω, άνεμος, αιολική, περιτυλίσσομαι, περιτυλίσσω, γραφειοκρατικοποίηση, τυλιχθούν, της συνυφαίνονται