Обвязка στα ελληνικά
Μετάφραση: обвязка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιπποτροφείο, κουμπί, καρφί, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессчетный στα ελληνικά - αναρίθμητα, αναρίθμητες, αμέτρητα, αμέτρητες, αναρίθμητων
- бридель στα ελληνικά - χαλινώνω, χαλιναγωγώ, χαλινάρι, χαλινάρια, χαλινού, χαλινός, το χαλινάρι
- вступать στα ελληνικά - μάρτιος, εισέρχομαι, βαδίζω, μπαίνω, επιβιβάζομαι, εξασφαλίζω, επιβιβάζω, ...
- железистый στα ελληνικά - αδενικό, αδενική, αδενικού, αδενικά, αδενικές
Τυχαίες λέξεις
Обвязка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιπποτροφείο, κουμπί, καρφί, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Μεταφράσεις: ιπποτροφείο, κουμπί, καρφί, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς