Обесценивать στα ελληνικά
Μετάφραση: обесценивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, έκπτωση, σκόντο, απόσβεση, υποτιμηθεί, υποτιμάται, αποσβέσει, την απόσβεση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- базарный στα ελληνικά - φτηνός, χυδαίος, πρόστυχος, σκληρός, βάναυσος, πρόχειρος, τραχύς, ...
- беззаботно στα ελληνικά - σε, με ελαφριά καρδιά, ελαφρή συνείδηση
- владение στα ελληνικά - τιμαλφή, αμπάρι, κατοχή, προσταγή, διατάζω, αρμοδιότητα, περιουσία, ...
- диверсия στα ελληνικά - παρέκβαση, παρεκτροπή, δολιοφθορά, σαμποτάρω, σαμποτάζ, δολιοφθοράς, δολιοφθορές, ...
Τυχαίες λέξεις
Обесценивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, έκπτωση, σκόντο, απόσβεση, υποτιμηθεί, υποτιμάται, αποσβέσει, την απόσβεση
Μεταφράσεις: μείωση, έκπτωση, σκόντο, απόσβεση, υποτιμηθεί, υποτιμάται, αποσβέσει, την απόσβεση