Обильный στα ελληνικά
Μετάφραση: обильный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλούσιος, επιδαψιλεύω, δασύς, ολικός, ανοιχτοχέρης, ενθουσιώδης, αδρός, καταρρακτώδης, άφθονος, φιλελεύθερος, αρκετός, αφειδής, πλήρης, ευκατάστατος, γενναιόδωρος, πυκνός, εγκάρδιος, πλούσιο, εγκάρδια, χορταστικό, εγκάρδιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бугорковый στα ελληνικά - papulose
- вдобавок στα ελληνικά - άλλωστε, εξάλλου, εκτός, επιπλέον, εκτός από, πέραν
- выемка στα ελληνικά - φλάουτα, διοχετεύω, στεγαστικός, αυλακώνω, στέγαση, σχισμή, κόβω, ...
- единокровный στα ελληνικά - συγγενής, ομομίκτες, ομομικτικό, όμαιμος
Τυχαίες λέξεις
Обильный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλούσιος, επιδαψιλεύω, δασύς, ολικός, ανοιχτοχέρης, ενθουσιώδης, αδρός, καταρρακτώδης, άφθονος, φιλελεύθερος, αρκετός, αφειδής, πλήρης, ευκατάστατος, γενναιόδωρος, πυκνός, εγκάρδιος, πλούσιο, εγκάρδια, χορταστικό, εγκάρδιο
Μεταφράσεις: πλούσιος, επιδαψιλεύω, δασύς, ολικός, ανοιχτοχέρης, ενθουσιώδης, αδρός, καταρρακτώδης, άφθονος, φιλελεύθερος, αρκετός, αφειδής, πλήρης, ευκατάστατος, γενναιόδωρος, πυκνός, εγκάρδιος, πλούσιο, εγκάρδια, χορταστικό, εγκάρδιο