Обитать στα ελληνικά
Μετάφραση: обитать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωντανός, κατοικώ, μένω, διαμένω, παραμονής, κρατημένο, σταθώ, κρατημένου
Μεταφράσεις
- аккомодация στα ελληνικά - ρύθμιση, κατάλυμα, στέγαση, καταλύματα, διαμονή, διαμονής
- блуждать στα ελληνικά - περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν
- боковик στα ελληνικά - αρχή, έναρξη, εξαρχής, εξ αρχής, προοιμίου
- глазок στα ελληνικά - οφθαλμός, τρύπα, μάτι, κρυφοκοιτάζω, ματάκι, ματάκι πόρτας
Τυχαίες λέξεις
Обитать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωντανός, κατοικώ, μένω, διαμένω, παραμονής, κρατημένο, σταθώ, κρατημένου
Μεταφράσεις: ζωντανός, κατοικώ, μένω, διαμένω, παραμονής, κρατημένο, σταθώ, κρατημένου