Обладание στα ελληνικά

Μετάφραση: обладание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήση, κρατώ, κυριαρχία, περιουσία, τιμαλφή, κάτοχος, κατοχή, ιδιοκτήτης, αμπάρι, κτήτορας, αρμοδιότητα, περιοχή, ιδιοκτησία, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή
Обладание στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ватрушка στα ελληνικά - τσεισκέικ, cheesecake, το cheesecake, τσιζκέικ, τσηζ κέικ
  • вмуровать στα ελληνικά - τοίχος, σε τοίχο, στον τοίχο, στο τοίχωμα, με το τοίχωμα, με τοίχο
  • голубоватый στα ελληνικά - υποκύανος, μπλε, γαλαζωπό, γαλαζωπή, κυανωπό
  • девичество στα ελληνικά - παιδική ηλικία, girlhood, ζωή κόρης
Τυχαίες λέξεις
Обладание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήση, κρατώ, κυριαρχία, περιουσία, τιμαλφή, κάτοχος, κατοχή, ιδιοκτήτης, αμπάρι, κτήτορας, αρμοδιότητα, περιοχή, ιδιοκτησία, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή