Облить στα ελληνικά
Μετάφραση: облить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατακλύζω, ρίχνω, βρεγμένος, περιχύω, πλημμύρες, πλημμυρίζω, βάζω, χιμώ, υγρός, βρέχομαι, βραχεί, σβήνουμε, douse, να σβήνουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ара στα ελληνικά - μακώ, macaw, πτηνού ara
- безумный στα ελληνικά - κουζουλός, τρελούτσικος, ανόητος, άρρωστος, μανιακός, τρελός, έξαλλος, ...
- выдрессированный στα ελληνικά - καλά συμπεριφέρθηκε, συμπεριφέρθηκε καλά, Υπάκουοι, καλή συμπεριφορά
- дополняющий στα ελληνικά - συμπλήρωση, για τη συμπλήρωση, τη συμπλήρωση, συμπληρώσεως, που συμπληρώνει
Τυχαίες λέξεις
Облить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατακλύζω, ρίχνω, βρεγμένος, περιχύω, πλημμύρες, πλημμυρίζω, βάζω, χιμώ, υγρός, βρέχομαι, βραχεί, σβήνουμε, douse, να σβήνουμε
Μεταφράσεις: κατακλύζω, ρίχνω, βρεγμένος, περιχύω, πλημμύρες, πλημμυρίζω, βάζω, χιμώ, υγρός, βρέχομαι, βραχεί, σβήνουμε, douse, να σβήνουμε