Обмундировка στα ελληνικά

Μετάφραση: обмундировка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενιαίος, στολή, ομοιόμορφος, obmundirovka
Обмундировка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вневременный στα ελληνικά - διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, άχρονο
  • вспучиться στα ελληνικά - vspuchilis
  • грузно στα ελληνικά - βαριά, μεγάλο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, έντονα, μεγάλο
  • двуногий στα ελληνικά - δίποδα, δίποδο, bipedal, δίποδη, δίποδων
Τυχαίες λέξεις
Обмундировка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενιαίος, στολή, ομοιόμορφος, obmundirovka