Обмуровать στα ελληνικά
Μετάφραση: обмуровать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορισμένος, επενδύω, τοποθετώ, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, immurated
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- банкрот στα ελληνικά - χρεοκοπημένος, πάπια, σκύβω, αποτυχία, πτώχευση, σε πτώχευση, πτώχευσης, ...
- воротца στα ελληνικά - ξυλεία, γκισές, θυρίδα, wicket, ανθρωποθυρίδα, ανθρωποθυρίδες
- гренландия στα ελληνικά - Γροιλανδία, Γροιλανδίας, της Γροιλανδίας, τη Γροιλανδία, η Γροιλανδία
- доблесть στα ελληνικά - γενναιότητα, φρονιμάδα, προσόν, θάρρος, προτέρημα, αρετή, ανδρεία, ...
Τυχαίες λέξεις
Обмуровать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορισμένος, επενδύω, τοποθετώ, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, immurated
Μεταφράσεις: καθορισμένος, επενδύω, τοποθετώ, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, immurated