Обновляться στα ελληνικά
Μετάφραση: обновляться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανύω, ανακαινίζω, αποκτώ, παίρνω, βρίσκομαι, είμαι, να ανανεωθεί, να ανανεωθούν, να ανανεώνεται, ανανεώνεται, ανανέωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вспыхнуть στα ελληνικά - εξάπτω, ανάβω, φλας, κοκκινίζω, διεγείρω, εκρήγνυμαι, αναλαμπή, ...
- детерминистический στα ελληνικά - ντετερμινιστική, ντετερμινιστικά, ντετερμινιστικό, αιτιοκρατική, αιτιοκρατικό
- доброжелательность στα ελληνικά - φιλανθρωπία, καλοσύνη, φήμη και πελατεία, πελατεία, υπεραξία, καλής θέλησης, η υπεραξία
- доказать στα ελληνικά - δείχνω, ιδρύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, επιβάλλω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Обновляться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανύω, ανακαινίζω, αποκτώ, παίρνω, βρίσκομαι, είμαι, να ανανεωθεί, να ανανεωθούν, να ανανεώνεται, ανανεώνεται, ανανέωση
Μεταφράσεις: διανύω, ανακαινίζω, αποκτώ, παίρνω, βρίσκομαι, είμαι, να ανανεωθεί, να ανανεωθούν, να ανανεώνεται, ανανεώνεται, ανανέωση