Обособить στα ελληνικά
Μετάφραση: обособить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιαίτερος, χωρίζω, χωριστός, ξεχωριστός, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
Μεταφράσεις
- аукать στα ελληνικά - γειά σας, γειά σου, φωνάζω, κραυγάζω, κραυγή
- богадельня στα ελληνικά - άσυλο, ξενών, ξενώνα, ξενώνα φιλοξενίας, ασύλων
- вдавливающийся στα ελληνικά - βαθούλωμα, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent
- гараж στα ελληνικά - παράγκα, αποβάλλω, καλύβα, γκαράζ, στάθμευσης, συνεργείο, garage, ...
Τυχαίες λέξεις
Обособить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιαίτερος, χωρίζω, χωριστός, ξεχωριστός, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
Μεταφράσεις: ιδιαίτερος, χωρίζω, χωριστός, ξεχωριστός, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει