Обострение στα ελληνικά

Μετάφραση: обострение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλιμάκωση, εντατικοποίηση, επαύξηση, παρόξυνση, έξαρση, έξαρσης, επιδείνωση, επιδείνωσης
Обострение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амвон στα ελληνικά - AMBO, άμβωνας, ΑΜΒΟ, άμβωνα, της ΑΜΒΟ
  • бур στα ελληνικά - φίμωτρο, τριβελίζω, άσκηση, τροχός, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, ...
  • вдалеке στα ελληνικά - μακριά, σε απόσταση, στην απόσταση, στο βάθος, της απόστασης, της απόστασης που
  • забавлять στα ελληνικά - διασκεδάζω, φιλοξενώ, ψυχαγωγώ, παρεκτρέπω, διασκεδάζουν, Amuse, διασκεδάσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Обострение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλιμάκωση, εντατικοποίηση, επαύξηση, παρόξυνση, έξαρση, έξαρσης, επιδείνωση, επιδείνωσης