Обрамлять στα ελληνικά
Μετάφραση: обрамлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεβαίνω, σκελετός, καθορισμένος, πλαισιώνω, όρος, αυξάνομαι, σώμα, τοποθετώ, βουνό, πλαίσιο, κορνίζα, πλαισίου, καρέ, σκελετό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- австралийский στα ελληνικά - Αυστραλός, Αυστραλίας, της Αυστραλίας, αυστραλιανή, αυστραλιανό
- бивалент στα ελληνικά - δισθενής, δισθενή, δισθενές, δισθενούς, δισθενείς
- брошюра στα ελληνικά - βιβλιαράκι, φυλλάδιο, φυλλαδίου, έντυπο, ενημερωτικό φυλλάδιο, το φυλλάδιο
- вытирать στα ελληνικά - σκουπίζω, ξηρός, στεγνός, διαγράφω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Обрамлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεβαίνω, σκελετός, καθορισμένος, πλαισιώνω, όρος, αυξάνομαι, σώμα, τοποθετώ, βουνό, πλαίσιο, κορνίζα, πλαισίου, καρέ, σκελετό
Μεταφράσεις: ανεβαίνω, σκελετός, καθορισμένος, πλαισιώνω, όρος, αυξάνομαι, σώμα, τοποθετώ, βουνό, πλαίσιο, κορνίζα, πλαισίου, καρέ, σκελετό