Обстоятельный στα ελληνικά
Μετάφραση: обстоятельный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενός, λεπτομερής, λεπτό, περίτεχνος, πλήρης, εξονυχιστικός, προσεγμένος, μικροσκοπικός, περιεκτικός, διεξοδικός, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομερών, αναλυτικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- актерский στα ελληνικά - δραματικός, δραματική, δραματικές, δραματικό, δραματικά
- водоём στα ελληνικά - λιμνούλα, λεκάνη, δεξαμενή, το σώμα, σώμα, σώματος, οργανισμό, ...
- восстанавливать στα ελληνικά - ξαναρχίζω, μειώνω, προβαίνω, αναζωογονώ, αποκαθιστώ, προχωρώ, αναβιώνω, ...
- децентрализовать στα ελληνικά - αποκεντρώσει, αποκέντρωση, την αποκέντρωση, αποκέντρωση της, αποκέντρωση των
Τυχαίες λέξεις
Обстоятельный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενός, λεπτομερής, λεπτό, περίτεχνος, πλήρης, εξονυχιστικός, προσεγμένος, μικροσκοπικός, περιεκτικός, διεξοδικός, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομερών, αναλυτικές
Μεταφράσεις: στενός, λεπτομερής, λεπτό, περίτεχνος, πλήρης, εξονυχιστικός, προσεγμένος, μικροσκοπικός, περιεκτικός, διεξοδικός, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομερών, αναλυτικές