Обусловливать στα ελληνικά

Μετάφραση: обусловливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθύνω, εξαναγκάζω, κάνω, προσδιορίζω, υπολογίζω, αποφασίζω, κυβερνώ, διαπραγματεύομαι, καθορίζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, διέπω, κατάσταση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος
Обусловливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вознестись στα ελληνικά - ανατέλλω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, αύξηση, ανεβείτε, ανεβαίνουμε, ανέβει, ...
  • вопль στα ελληνικά - μουγκρίζω, κλήση, κραυγή, κραυγάζω, στριγκλίζω, στριγγλίζω, αγανάκτηση, ...
  • греча στα ελληνικά - φαγόπυρο, το φαγόπυρο, φαγόπυρου, μαύρου σιταριού, του φαγόπυρου
  • допотопный στα ελληνικά - πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος, προκατακλυσμιαίος, προκατακλυσμιαίο, προκατακλυσμιαία, προκατακλυσμιαίους, απηρχαιωμένες
Τυχαίες λέξεις
Обусловливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθύνω, εξαναγκάζω, κάνω, προσδιορίζω, υπολογίζω, αποφασίζω, κυβερνώ, διαπραγματεύομαι, καθορίζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, διέπω, κατάσταση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος